Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία αποτελεί μια επιστημονικά τεκμηριωμένη και συνεπώς πολύ αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία ο θεραπευόμενος αντιμετωπίζεται ως μέλος ευρύτερων συστημάτων με τα μέρη των οποίων βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση (οικογένεια, εργασιακό πλαίσιο, φίλοι κτλ.). Ο άνθρωπος είναι ένα αναντίρρητα σχεσιακό ον, με την έννοια ότι αναπτύσσεται και ζει σε σχέση με άλλους ανθρώπους. Η κατανόηση και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων και των δυσκολιών που φέρει ο θεραπευόμενος συντελείται υπό το πρίσμα των σχέσεων και των αλληλεπιδράσεών του με άλλα μέλη των συστημάτων των οποίων αποτελεί μέρος. Ερχόμαστε στον κόσμο και αναπτυσσόμαστε σε οικογένειες. Εκεί μπαίνουν τα θεμέλια των πρωταρχικών μας σχέσεων και της αίσθησης του ανήκειν σε ένα σύστημα, σε μια ομάδα. Σε κάθε νέα ομάδα που μπαίνουμε τείνουμε ασυνείδητα να επαναλάβουμε το πρότυπο αυτών των πρωταρχικών μας σχέσεων, την πρώιμη εμπειρία μας στους οικογενειακούς δεσμούς, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι νέες ομάδες να μας συμπεριφέρονται σαν την οικογένειά μας. Για να απελευθερωθούμε από αυτή την ασύμφορη επανάληψη χρειάζεται να ιχνηλατήσουμε τους οικογενειακούς μας δεσμούς και η συστημική θεραπεία χρησιμεύει ακριβώς στην κατεύθυνση αυτή.
Στη συστημική ψυχοθεραπεία, κάθε άτομο εξετάζεται με βάση το πλαίσιο στο οποίο ανήκει και το εγγύτερο στο άτομο πλαίσιο δεν είναι άλλο από την οικογένειά του, οπότε και μιλάμε για Θεραπεία Οικογένειας (Griffin et al., 1998). Στην κατεύθυνση αυτή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος που έρχεται στη θεραπεία δεν είναι κατ΄ αποκλειστικότητα δικό του πρόβλημα, αλλά σύμπτωμα του πλαισίου ένταξής του, ως αποτέλεσμα μη λειτουργικής δομής και επικοινωνίας. Όπως υποστήριζε ο Bateson (1972), η κατανόηση της συμπεριφορά ενός μέλους της οικογένειας είναι αδύνατη ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των άλλων μελών, ενώ παράλληλα, κάθε αλλαγή σε κάποιο μέρος του συστήματος επιφέρει αλλαγές σε ολόκληρο το σύστημα.
Σαν επιστημονική προσέγγιση αναδύεται από τη Βιολογία και την Κυβερνητική στα μέσα του 20ου αιώνα ως ολιστικός τρόπος προσέγγισης των φαινομένων, διαφοροποιούμενη από τον έως τότε κυρίαρχο γραμμικό και αναλυτικό τρόπο σκέψης. Η επικρατούσα καρτεσιανή αντίληψη υποστήριζε ότι το όλο αποτελείται από το άθροισμα των μερών του και επομένως ο επιμερισμός οδηγούσε στην αντικειμενική επιστημονική εξέταση. Ο βιολόγος Bertalanfy (1950, 1968) όμως άρχισε να παρατηρεί ότι το όλο λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από τα μέρη του π.χ. τα κύτταρα λειτουργούν διαφορετικά από το οργανικό πεδίο στο οποίο ανήκουν. Το όλο ή αλλιώς το σύστημα, αποτελείται από τις ενότητες που το απαρτίζουν, αλλά κυρίως από τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μερών αυτών, όπως ακριβώς ένα τραγούδι δεν είναι απλώς το άθροισμα των νοτών, αλλά η μελωδία που αναδύεται από τη συσχέτιση και την αλληλουχία των νοτών αυτών μεταξύ τους.
Ενώ η συστημική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση διαθέτει αντικειμενικά οργανωμένη επιστημονική μεθοδολογία (επιστημονική ορολογία, πρόβλεψη, ψυχομετρικές κλίμακες μελέτης οικογένειας-ζεύγους), βάζει κατά μέρος την αντικειμενικότητα του μοντερνισμού ως προς την παρατήρηση και συνυπολογίζει με σοβαρούς όρους την υποκειμενικότητα της παρατήρησης που επικρατεί στη σύγχρονη μεταμοντέρνα εποχή σε όλους τους κλάδους του επιστητού, όπως των Kant, Wittgenstein και Foucault στη Φιλοσοφία, των Maturana και Varela στη Βιολογία και των Heisenberg και Einstein στη Φυσική. Η σχετική αντιληψη της πραγματικότητας είναι ακριβώς αυτή που επιτρέπει τη διατήρηση μιας μη επικριτικής στάσης κατά τη θεραπευτική διαδικασία και έναν ουσιαστικό και βαθύ σεβασμό στην υποκειμενικότητα της αντίληψης. Θεραπευτής και θεραπευόμενος συζητούν για την αλλαγή κάποιων δυσλειτουργικών αντιλήψεων, σε μια συνεχή αναζήτηση σε συνεργατική βάση. Μέσα από τη γλώσσα και τις κατάλληλες πληροφορίες, η αλλαγή προκύπτει από μια βιωματική μάθηση, εφόσον επανανοηματοδοτείται η ζωή του θεραπευόμενου.
Βασικός σκοπός της θεραπείας είναι η απαλλαγή από τα προβλήματα και η εκμάθηση αποτελεσματικότερων τρόπων αντιμετώπισής τους, η βελτίωση της ποιότητας της ζωής του θεραπευόμενου και η προαγωγή της προσωπικής της ευεξίας. Σε κοινωνικό επίπεδο απώτερος στόχος της συστημικής θεραπείας είναι η διαμόρφωση καλύτερων πλαισίων για την Κοινωνία των Ανθρώπων. Όπως πολύ ωραία είχε θέσει ο Rivett (1999), η γνώση και η ικανότητα των θεραπευτών θα έπρεπε να συμβάλλει σε ένα πρακτικό όνειρο, τη διαμόρφωση της κοινωνίας στην οποία θέλουμε να ζήσουμε.