Η ABA (Applied Behavior Analysis) αναφέρεται στον επιστημονικό εκείνο κλάδο της εφαρμοσμένης ανάλυσης της συμπεριφοράς, όπου ως συμπεριφορά νοείται οτιδήποτε κάνει ένας άνθρωπος (ομιλία, κίνηση, κοινωνική αλληλεπίδραση, ακαδημαϊκές δεξιότητες κτλ.). Δεδομένου ότι τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά μαθαίνουν πιο φυσικά, ενώ τα παιδιά που έχουν κάποια διάγνωση χρειάζονται ειδικές μαθησιακές συνθήκες, η ΑΒΑ στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία του κατάλληλου εκείνου περιβάλλοντος που να αντιστοιχεί στις μαθησιακές ανάγκες και το μαθησιακό στυλ του κάθε παιδιού. Εξετάζει επίσης τους μηχανισμούς διατήρησης κάποιων συμπεριφορών και θέτει νέους μαθησιακούς στόχους ανάλογα με το αναπτυξιακό επίπεδο και τις ιδιαίτερες κλίσεις κάθε μαθητή. Απώτερος στόχος είναι η μεταφορά και γενίκευση των επιθυμητών και των νέων συμπεριφορών σε οποιοδήποτε περιβάλλον, αλλά και αντιστρόφως, η αξιοποίηση οποιασδήποτε κατάστασης ως μαθησιακής συνθήκης.
Η ΕΙΒΙ (Early Intense Behavior Intervention) στο πλαίσιο αυτό εστιάζει στην κατά το δυνατό πρώιμη και συστηματική παρέμβαση για τη βέλτιστη αντιμετώπιση των εκάστοτε δυσκολιών. Είναι ατομική, εντατική και προσαρμοσμένη στο παιδί, το μαθησιακό προφίλ του παιδιού και της οικογένειάς του, χρησιμοποιώντας μια πολύ μεγάλη ποικιλία αποτελεσματικών επιμέρους τεχνικών (Goldstein, 2002). H EIBI στοχεύει σε πολλές αναπτυξιακές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της επικοινωνίας, της αυτοδιαχείρησης και των ακαδημαϊκών δεξιοτήτων (Sturney & Fitzer, 2007).
Πρόκειται για μεθοδολογία που εντάσσεται στις επιστημονικά τεκμηριωμένες μεθόδους (evidence-based methods). Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, τέτοιες μέθοδοι θεωρούνται εκείνες που συνδυάζουν ερευνητικά αξιόπιστα ευρήματα με κλινική εφαρμογή, συνυπολογίαζοντας τα προσωπικά χαρακτηριστικά κάθε ατόμου (APA Presidential Task Force on Evidence Based Practice, 2006). Θεωρούμε πολύ σημαντική την εφαρμογή αποτελεσματικών θεωριών για το εκάστοτε πρόβλημα στις δεδομένες συνθήκες (Levant, 2005). H EIBI τεκμηριώνεται από εκατοντάδες μετααναλύσεις (Eldevik et al., 2009) και θεωρείται η βέλτιστη σύγχρονη επιλογή για τη μείωση των ανεπιθύμητων συμπεριφορών και την αύξηση της επικοινωνίας (US Department, 2003).